- προγραμμός
- ὁ, Α [προγράφω]δημόσια προκήρυξη ή ειδοποίηση, πρόγραμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προγραμμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραμμόν — προγραμμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)